συναγωγά

συναγωγά
συναγωγά̱ , συναγωγή
a bringing together
fem nom/voc/acc dual
συναγωγά̱ , συναγωγή
a bringing together
fem nom/voc sg (doric aeolic)
συναγωγός
bringing together
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυναγωγάς — συναγωγά̱ς , συναγωγή a bringing together fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγάς — συναγωγά̱ς , συναγωγή a bringing together fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… …   Dictionary of Greek

  • σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”